εὐφώνως

εὐφώνως
εὔφωνος
sweet-voiced
adverbial
εὔφωνος
sweet-voiced
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՋԱՁԱՅՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0985 Chronological Sequence: 5c ա. εὑφώνως magna seu alta voce. Մեծաւ ձայիւ. ʼի ձայն բարձր. *Զերկուս եկաւորութիւնս քաջաձայնապէս բարբառելով. Մամբր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”